- αριστοκρατώ
- ἀριστοκρατῶ (-έω) (Μ), ἀριστοκρατοῡμαι (Α) [αριστοκρατία]ανήκω στην τάξη των αριστοκρατώναρχ.ἀριστοκρατοῡμαικυβερνιέμαι από τους αρίστους, τους ευγενείς, ζω σε πόλη με αριστοκρατικό πολίτευμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.